- σινέραμα
- Κινηματογραφική μέθοδος που συνίσταται στην υποδιαίρεση της εικόνας σε τρία διαφορετικά φωτογράμματα, που αποτελούν μέρος τριών ταινιών σε απόλυτο συγχρονισμό. Βλ. λ. κινηματογράφος.
* * *τομέθοδος προβολής και λήψης κινηματογραφικής ταινίας με τη χρησιμοποίηση τριών μηχανών λήψης και στη συνέχεια τριών μηχανών προβολής της, αυστηρά συγχρονισμένων μεταξύ τους, μέθοδος με την οποία δίνεται στον θεατή η εντύπωση τού αναγλύφου και αυξάνεται το οπτικό πεδίο τής σκηνής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία cinerama < cine + -rama (< όραμα), που καθιερώθηκε ως διεθνής όρος (πρβλ. γαλλ. cineorama, όρος που τελικά δεν επικράτησε)].
Dictionary of Greek. 2013.